εμβολέας

εμβολέας
ο (Α ἐμβολεύς)
νεοελλ.
1. ξύλινο όργανο με το οποίο ωθείται το βλήμα στο κοίλο τού πυροβόλου κατά το γέμισμα
2. στον πληθ. οι εμβολείς
οι άντρες που συγκροτούν το άγημα εμβολής
αρχ.
1. οτιδήποτε μπήγεται σε κάτι, πάσσαλος, έμβολο
2. φυτευτήρι, ξύλο με το οποίο ανοίγουν τρύπες στο χώμα για να φυτέψουν λαχανικά
3. πρότυπο, συνήθ. ξύλο για μεταλλικές προσαρμογές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμβολέας — ο 1. ξύλινο ραβδί, με το οποίο σπρώχνεται το βλήμα στο κοίλο μέρος του πυροβόλου για γέμιση. 2. (μηχ.), το έμβολο (βλ. λ.). 3. (ναυτ.), ναύτης που είναι μέλος του αγήματος εμβολής (βλ. λ., 2β) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμβολεύς — ο βλ. εμβολέας …   Dictionary of Greek

  • έμβολο — το 1. καθετί που μπορεί να μπει μέσα σε άλλο πράγμα, πάσσαλος, σφήνα. 2. εμβολέας (βλ. λ.), έμβολο πυροβόλου. 3. (για πολεμικά πλοία), η αιχμηρή προεξοχή της πλώρης για το τρύπημα του εχθρικού πλοίου. 4. (μηχ.), κυλινδρικό στοιχείο μηχανής ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”